- σβεστήριος
- -ον, θηλ. και -ία, Α1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῡ φάρμακον», Ηράκλειτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.